- τινάχτης
- και τιναχτής και τσιναχτής, ο, Ν [τινάζω]1. (ο τ. τινάχτης) ο πυρετός τής ελονοσίας, επειδή προκαλεί ρίγη στον άρρωστο, δηλαδή σπασμώδεις κινήσεις, τινάγματα2. (ο τ. τιναχτής) ειδικός εργάτης για το τίναγμα τών δένδρων, την κατάρριψη τών καρπών τους, λ.χ. με δυνατές κινήσεις τών κλαδιών τους.
Dictionary of Greek. 2013.